- ἐπισιτίσωνται
- ἐπισιτίζομαιfurnish oneself with foodaor subj mp 3rd plἐπισῑτίσωνται , ἐπισιτίζομαιfurnish oneself with foodaor subj mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.